Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Zerkalo (Andrei Tarkovsky, 1975)

Αν ο Μεγάλος Ερωτικός με έκανε να σκεφτώ πως η μουσική μπορεί να σταθεί δίπλα στη ποίηση χωρίς να την αποδομεί, ο Καθρέφτης με έπεισε πως το κινηματογραφικό πανί μπορεί να γεννήσει νέο, γνήσιο ποητικό τόπο. Με την τέταρτη ολοκληρωμένη ταινία του ο Ταρκόφσκι πήγε την έβδομη τέχνη σε μέρη που δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι μπορεί να επισκεφτεί με το όχημα της προσωπικής, σχεδόν βιωματικής έκφρασης του δημιουργού.

Το ονειρικό σύμπαν του Ρώσου σκηνοθέτη απλώνεται γοητευτικά σ' ολόκληρη την εργογραφία του, λιγότερο εξωστρεφές από τα όνειρα που φιλοξενούσαν τις φοβίες του Φελίνι και αναμφίβολα πιο σίγουρο για τον εαυτό του από τα εντυπωσιακά άλματα των ηρώων του Λιντς από την φαντασία στην παράνοια. Η ποιητική του βασίζεται στην τραγικότητα των ηρώων, στους επαναλαμβανόμενους κύκλους της φύσης και της ζωής, στην οικουμενικότητα των θεμάτων που διηγείται και βεβαίως στα υπνωτικά του μονόπλανα που μοιάζουν χωρίς υπερβολή με κινούμενους πίνακες ζωγραφικής, πλαισιωμένα από κομμάτια του Eduard Artemyev (ενίοτε και αγαπημένων του κλασικών).

Στον Καθρέφτη, η ελευθερία έκφρασης του Ταρκόφσκι αγγίζει το απόλυτο σημείο. Η ταινία πραγματεύεται τον βαθύ πυρήνα της θεματολογίας που διαπερνά όλο του το έργο: τη Μνήμη και τον τρόπο που ο άνθρωπος διαχειρίζεται το χρόνο που κυλά αδιάκοπα, όπως το νερό που συναντάμε σε όλες τις ταινίες του. Οι τελευταίες, εφτά όλες κι όλες στο σύνολό τους,[1] είναι στην ουσία μία κινηματογραφική αναζήτηση του χαμένου χρόνου, μία δημιουργική ανάπλαση του παρελθόντος, άποψη που ανέπτυξε και στο βιβλίο Σμιλεύοντας το Χρόνο, ενώ στο ντοκιμαντέρ Tempo di Viaggio δήλωνε ότι ο ίδιος είχε αποκτήσει μία επιλεκτική μνήμη, που του επέτρεπε να θυμάται μόνο εκείνες τις αναμνήσεις που του ήταν ζωτικές.

Βασικός ήρωας είναι ο Αλεξέι, ένας σαραντάχρονος που βρίσκεται ετοιμοθάνατος στο νεκροκρέβατό του. Ο Καθρέφτης θα πει την ιστορία του -ή καλύτερα, θα μας δείξει αποσπάσματα από διάφορες ιστορίες. Τον ίδιο τον Αλεξέι δεν τον δούμε ποτέ σε αυτή την ηλικία, τον ακούμε όμως για λίγα δευτερόλεπτα (στην προτελευταία σκηνή) να λέει πως το μόνο που ήθελε ήταν “να είναι ευτυχισμένος”. Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η πανέμορφη Margarita Terekhova, η οποία υποδύεται δύο χαρακτήρες: τη μητέρα του Αλεξέι, Μαρία, αλλά και τη σύζυγό του, Ναταλία. Τον Αλεξέι σε παιδική ηλικία υποδύεται ο Ignat Daniltsev, αλλά ο Ταρκόφσκι, θέλοντας να βυθίσει τη ταινία ακόμη περισσότερο στο δικό της χωρόχρονο, δίνει επίσης διπλό χαρακτήρα στον δωδεκάχρονο: υποδύεται ταυτόχρονα και τον γιο του ζευγαριού Αλεξέι - Ναταλία, ονόματι Ιγκνάτ!

Δεν ήταν εξαρχής στα σχέδιά του να παρουσιάσει έτσι το υλικό του. Είχε αποφασίσει αρκετά χρόνια πριν να ξορκίσει κάποιες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας γράφοντάς τες στο χαρτί. Όταν τελείωσε την πρώτη εκδοχή του σεναρίου (που είχε τον τίτλο Μία άσπρη, κάτασπρη μέρα), συνειδητοποίησε ότι “από κινηματογραφικής άποψη η σύλληψη δεν ήταν δίολου σαφής. Ήταν απλώς μία αναπόληση, γεμάτη ελεγειακή θλίψη και νοσταλγία [...] Ολοφάνερα κάτι έλειπε, κι αυτό που έλειπε ήταν κρίσιμο”[2]. Αργότερα φλέρταρε έντονα με την ιδέα να αντιπαραβάλλει στις σκηνές της παιδικής ηλικίας αποσπάσματα μίας κανονικής συνέντευξης που θα έπαιρνε από τη μητέρα του. Ευτυχώς κι αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, γιατί “η μετάβαση δεν είχε πειστικότητα -ήταν τεχνητή και μονότονη όσο μία παρτίδα πινγκ-πονγκ”. Τελικά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους στο γύρισμα. Τον σκηνοθέτη τον απασχολούσε η σαφής αίσθηση ατμόσφαιρας και η πειστικότητα των προσώπων που θα την ενσάρκωναν. Μόλις είδε την Margarita Terekhova στο πλατό κατάλαβε ότι μέσω αυτής θα διοχετεύονταν όλα στον θεατή. Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει καλύτερη επιλογή.

Διακρίνονται τρεις χρονικοί περίοδοι, η προ-πολεμική Ρωσία, τα χρόνια του πολέμου και της μετέπειτα εξέλιξης (έως την δεκαετία του '60), αλλά οι συχνές εναλλαγές της αφήγησης/ονειροπόλησης τελικά καταργούν την οριοθέτησή τους και δημιουργούν ένα οικείο περιβάλλον, όπου χρόνος δεν υπάρχει. Κεντρικό σημείο της αφήγησης είναι το σπίτι που μεγαλώνει ο Αλεξέι. Το κτίσμα αυτό είναι το σπίτι των παιδικών χρόνων του Ταρκόφσκι, το οποίο με τα χρόνια είχε εγκαταλειφθεί και μετατραπεί σε ερείπιο. Ο Ταρκόφσκι έβαλε να το ξαναφτιάξουν όπως φαινόταν στις φωτογραφίες και το ανακαλούσε κι ο ίδιος στις μνήμες του. Όταν η ανακατασκευή ολοκληρώθηκε, φώναξε την μητέρα του στο χώρο των γυρισμάτων και από την αντίδρασή της κατάλαβε ότι “βάδιζε προς τη σωστή κατεύθυνση”.

Η ταινία είναι μία ασύγχρονη ακολουθία αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας του Αλεξέι-Ιγκνάτ-Ταρκόφσκι, ένας ύμνος στην μητέρα-σύζυγο-πραγματική μητέρα του Ταρκόφσκι (εμφανίζεται σε δύο από τις τελευταίες σκηνές στον ρόλο της μητέρας του Αλεξέι) και την απουσία του πατέρα (ο πατέρας του Αλεξέι είναι στρατιώτης στον ΒΠΠ, ο πατέρας του Ιγκνάτ ζει μόνος του μετά το διαζύγιό τους και ο πατέρας του Ταρκόφσκι δεν εμφανίζεται ο ίδιος αλλά απαγγέλει σποραδικά ποιήματά του σε όλη την διάρκεια της ταινίας). Εμβόλιμα σε όλες αυτές τις παράλληλες ιστορίες που γυρίζουν γύρω από το ίδιο κέντρο[3] παρεμβάλλονται ονειρικές σεκάνς, φιλμ προπαγάνδας από τα Επίκαιρα, σκηνές από τον Ισπανικό εμφύλιο, μετερεολογικά μπαλόνια, της Ε.Σ.Σ.Δ., απαγγελία γραμμάτων του Πούσκιν κ.α... Φυσικά, πάνω απ’ όλα είναι η ταινία ενός ετοιμοθάνατου, που νιώθει ένοχος για όλα και ζητά συγχώρεση απ’ τις γυναίκες της ζωής του, πρωτίστως απ’ τη μητέρα του κι έπειτα απ’ την πρώην σύζυγό του.

Μη γελιέστε όμως! Ο Καθρέφτης δεν είναι αυτό που είναι γιατί παρουσιάζει μία απλή ιστορία με πολύπλοκο τρόπο. Ούτε γιατί “περνάει συμβολικά μηνύματα”. Ο Ταρκόφσκι μισούσε θανάσιμα τον συμβολισμό στην τέχνη και τον κατέκρινε όπου στεκόνταν κι όπου βρισκόταν, μαζί με την υποταγή των συναδέλφων του στην κυριαρχία του μοντάζ. (Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η ταινία φτιάχνεται στο γύρισμα κι όχι “στο τραπέζι του μοντάζ”. Για τον ίδιο λόγο εγκατέλειπε σταδιακά και την ιδέα του δομημένου σεναρίου.) Ο Καθρέφτης είναι αγνή ποίηση, μία απόλυτα προσωπική δημιουργία που εν τούτοις έχει τη δύναμη να αντανακλά την υποκειμενική ματιά κάθε θεατή, γιατί είναι ζωντανή αλήθεια επί της οθόνης, αλήθειας που τον αφορά.

Ο Ταρκόφσκι είναι γήινος, ανθρωποκεντρικός και εκφραστής συναισθημάτων. Προσεγγίζει τους ήρωές του (και τον κόσμο ολόκληρο) με ευαισθησία και αγάπη, δεν θέλει να διδάξει ούτε να επιπλήξει. Υπενθυμίσει αυτά που βρίσκονται δίπλα μας και αυτά που κρύψαμε μέσα μας. Υπ’ αυτή την έννοια, οι ταινίες του είναι οι πιο απαιτητικές απ’ όσες έχουν γυριστεί ποτέ.

>>Δυσκολεύτηκα αφάνταστα να εξηγήσω σε πολλούς ανθρώπους ότι δεν υπάρχει κρυμμένο, κρυπτογραφημένο νόημα στην ταινία, ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την επιθυμία μου να πω την αλήθεια. Συχνά οι διαβεβαιώσεις μου προκαλούσαν δυσπιστία, ακόμα και απογοήτευση. Προφανώς ορισμένοι ήθελαν περισσότερα, χρειάζονταν μυστικά σύμβολα και κρυφά νοήματα. Δεν ήταν συνηθισμένοι στην ποιητική της κινηματογραφικής εικόνας.

>>Ένα μόνο μας έσωσε τελικά: η πίστη, η πεποίθηση ότι, εφόσον το έργο μας ήταν τόσο σημαντικό για μας, ήταν αναμφίβολα σημαντικό και για το κοινό. ‘Ηθελα να διηγηθώ την ιστορία του πόνου που βασανίζει έναν άνθρωπο όταν νιώθει πως δεν μπορεί να ξεπληρώσει τους δικούς του για όσα του έχουν δώσει. Νιώθει ότι δεν τουας αγάπησε αρκετά, κι αυτή η εντύπωση τον βασανίζει.

>>Ο Καθρέφτης δεν ήταν απόπειρα να μιλήσω για τον εαυτό μου. Κάθε άλλο. Αφορούσε τα συναισθήματά μου απέναντι σε αγαπητά μου πρόσωπα, τη σχέση μου μαζί τους, τον μόνιμο οίκτο μου γι’ αυτά, και τη δική μου ανεπάρκεια, το αίσθημα ότι δεν εκπλήρωσα το καθήκον μου...


Ενδιαφέρουσες Ιστοσελίδες


Σημειώσεις

  1. Είναι γνωστό ότι η μόνη ουσιαστική διαφορά που είχε ο Ταρκόφσκι με το καθεστώς της Μόσχας ήταν τα εμπόδια που έπρεπε να ξεπερνά κάθε φορά για να εγκριθούν οι ταινίες του. Αυτό ματαίωσε πολλά του σχέδια που δεν γυρίστηκαν ποτέ, του “χάρισε“ ωστόσο μία αξιοζήλευτη θέση στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς παρέδωσε κατά κοινή ομολογία 7 αριστουργήματα, χωρίς μισή ταινία στο ενεργητικό του που να περνά αδιάφορα.
  2. Όλα τα αποσπάσματα που βρίσκονται σε παρένθεση προέρχονται από το βιβλίο Σμιλεύοντας το Χρόνο του σκηνοθέτη, μετάφραση Σεραφείμ Βελέντζας, εκδόσεις Νεφέλη (1987).
  3. Και ο Μπόρχες έλεγε ότι σχηματίζουν τελικά το πρόσωπο του αναγνώστη, σαν ένας καθρέφτης.

*Ο Ταρκόφσκι είναι ο ανώτερος όλων! (Ι. Μπέργκμαν)

Αρχική ανάρτηση και σχόλια στο: http://seagazing.blogspot.com/2009/05/zerkalo-andrei-tarkovsky-1975.html

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

2001: A Space Odyssey (Stanley Kubrick, 1968)

Το πιο τολμηρό, πιο θαρραλέο, πιο καινοτόμο και συνάμα πιο νεανικό έργο στην ιστορία του κινηματογράφου φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη που οι σινεφίλ όλου του πλανήτη συνήθιζαν να αποκαλούν "θεό"[1] και παρουσιάστηκε στο έντρομο κοινό του το 1968. Ο Κιούμπρικ ήταν παρών στην δοκιμαστική προβολή πριν την επίσημη πρεμιέρα και παρακολούθησε απογοητευμένος τους περισσότερους θεατές να αποχωρούν στο μέσο της ταινίας, γεγονός που τον ανάγκασε να αφαιρέσει 19 ολόκληρα λεπτά από την αρχική της version για να ενισχύσει τις πιθανότητες να γίνει αποδεκτή. Αυτό που δεν πρόσεξε μες την αγωνία του εκείνο το βράδυ ήταν ποιοί παρέμειναν κολλημένοι στις καρέκλες τους ως τους τίτλους τέλους, πλήρει τη συνειδήσει ότι μόλις παρακολούθησαν μία ταινία που δεν είχε κανένα προηγούμενο: ήταν οι νεότεροι σε ηλικία.

Οι κριτικοί βρήκαν ότι το έργο έπασχε από βαρεμάρα και... έλλειψη φαντασίας(!!!), εκτιμήσεις που περιόρισαν την οπτική τους στα οπτικά εφέ και οδήγησαν στην απονομή του σχετικού (μόνο) βραβείου όσκαρ από την αμερικάνικη ακαδημία. Η ταινία ωστόσο κέρδισε γρήγορα οπαδούς στις νεότερες γενιές και στα ομιχλώδη χρόνια στο τέλος των '60s υπήρχε η φήμη ότι ήταν η καλύτερη ταινία που μπορούσες να παρακαλουθήσεις όταν ήσουν μαστουρωμένος. Πολλοί όμως κατάλαβαν ότι η θέασή της και μόνο ήταν το πιο δυνατό διεγερτικό που μπορούσες να βρεις εκεί έξω κι έτσι δημιουργήθηκε ένας πυρήνας οπαδών (μεταξύ των οποίων πολλές διασημότητες όπως ο Τζον Λένον) που διόγκωσε την φήμη της και ανάγκασε την εταιρεία να προβεί σε συνεχόμενες επανακυκλοφορίες. Σήμερα η ταινία θεωρείται το απόλυτο landmark στην μυθολογία της επιστημονικής φαντασίας και αναγνωρίζεται ευρύτερα [2] ως μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες όλων των εποχών, χάρη στον συνδιασμό του βαθυστόχαστου, επικού οράματος του δημιουργού της με την οπτικοακουστική τελειότητα που την διακρίνει σε κάθε της λεπτομέρεια.

Η ταινία χωρίζεται σε 4 μέρη, εκ των οποίων τα 3 αναφέρονται με ξεχωριστούς τίτλους στο πανί και ένα μικρότερο, ενδιάμεσο κομμάτι που παραμένει άτιτλο: 1. The Dawn of Man (η σχεδόν τριαντάλεπτη, βωβή εισαγωγή της ταινίας με πρωταγωνιστές ανθρωπόμορφους πιθήκους) 2. (The Lunar Journey in the Year 2000) - untitled (το ενδιάμεσο κομμάτι που δίνει τον τίτλο της ταινίας και εκτυλίσσεται σε "παρών" χρόνο) 3. Jupiter Mission, 18 Months Later (το ταξίδι προς τον Δία, το 2001 ή το 2002) 4. Jupiter and Beyond the Infinite (το μυστικιστικό κλείσιμο της Οδύσσειας). Συνδετικός κρίκος όλων των επεισοδίων είναι οι μυστήριοι μονόλιθοι που εμφανίζονται να έχουν μία ιδιαίτερη σημασία για την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους.

Ανέφερα μόλις την κομβική λέξη για την κατανόηση της ταινίας: Εξέλιξη. Η 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος είναι ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στη διαχρονική θέση του ανθρώπου μέσα στο Σύμπαν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε περαιτέρω αν δεν προϋποθέσουμε τίποτα λιγότερο από αυτό. Βέβαια, όπως θα υποστηρίξω και στη συνέχεια, δεν ήταν η έλλειψη οξυδέρκειας που έστρεψε αρχικά τους κριτικούς εναντίον της, αλλά κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό.

Στο πρώτο μέρος (The Dawn of Man) μεταφερόμαστε υπό τους ήχους του Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Στράους τέσσερα εκατομμύρια χρόνια πίσω και συναντούμε τους προϊστορικούς μας προγόνους κατά την πρώτη τους ανακάλυψη: δημιουργούν το πρώτο εργαλείο. Είναι ένα κόκκαλο και η πρώτη του χρήση είναι (προφητικά) ο θάνατος ενός άλλου ανθροποειδούς, διεκδικητή της ίδιας γης. Ο μονόλιθος είναι εκεί για να παρακολουθήσει αυτό το λαμπρό εξελικτικό βήμα. Το πέταγμα στον αέρα αυτού του εργαλείου δίνει την ευκαιρία στον Κιούμπρικ να κάνει το μεγαλύτερο "CUT!" στην ιστορία και να μας στείλει στο παρόν, στο γύρισμα του millennium (σκεφτείτε πως έβλεπαν τότε ότι θα είναι η εποχή μας οι άνθρωποι των 60s, ποτισμένοι από τα όνειρα της διαστημικής κούρσας μεταξύ Η.Π.Α. - Ε.Σ.Σ.Δ. και, btw, να υπενθυμίσω ότι αυτή η ταινία βγήκε στις αίθουσες πριν ακόμα πάμε στο φεγγάρι...).

Τα διαστημόπλοια της Pan American του 21ου αιώνα λικνίζονται στο Βαλς του Μπλε Δούναβη του έτερου Στράους και η space opera ξεκινά. Αυτή τη φορά ένας μονόλιθος ανακαλύπτεται στη σελήνη και φαίνεται να στέλνει σήματα προν τον Δία. Το cover up story έχει ήδη καταστευαστεί (ένας ιός, μία επιδημία... σας θυμίζει κάτι;) για να μπορέσουν οι επιστήμονες/στρατιωτικοί να παρατηρήσουν αυτό το μυστήριο κατασκεύασμα. Μόλις έρθουν σε επαφή μαζί του καταλαμβάνονται από έναν αδιαπέραστο θόρυβο, όπως και οι πρόγονοί μας στο πρώτο μέρος της ταινίας. Ακόμη ένα σκαλί έχει κατακτηθεί, ο άνθρωπος είναι έτοιμος να περάσει στο επόμενο επίπεδο.

Η μυθολογία της επίσκεψης προηγμένων εξωγήινων πολιτισμών στην γη εκατομμύρια χρόνια πριν και τοποθέτησης κάποιων "φρουρών" που θα παρακολουθούν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους μόνο καινούργια δεν είναι και φυσικά δεν διέφευγε της προσοχής του Κιούμπρικ, ο οποίος δούλευε για χρόνια πάνω σε αυτή την ιδέα μαζί με τον συγγραφέα και σεναριογράφο Άρθουρ Κλαρκ. Σημείο αναφοράς ήταν το βιβλίο του τελευταίου με τίτλο The Sentinel (=Ο Φύλακας), το οποίο αναπροσαρμόστηκε από τον συγγραφέα και τελικά ξεπεράστηκε από τον σκηνοθέτη (όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο).

Κατά την διάρκεια της Jupiter Mission μας συστήνεται ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας της ταινίας, που δεν είναι άλλος από τον υπερυπολογιστή HAL9000 (μία σύνθεση των λέξεων Heuristic and ALgorithmic - δύο βασικών τεχνικών του Problem Solving για όσους ασχολούνται με την επιστήμη των υπολογιστών [3]). Ο HAL είναι ο μόνος που ξέρει τον πραγματικό σκοπό της αποστολής του πληρώματος, που είναι η εξερεύνηση του αποδέκτη του σήματος του σεληνιακού μονόλιθου, προφανώς γιατί είναι το πιο έμπιστο και ικανό μέλος του πληρώματος. Για την ακρίβεια, είναι αλάνθαστος. Ο HAL είναι το απώτερο δημιούργημα του ανθρώπου. Μήπως λοιπόν αυτός είναι και το επόμενο εξελικτικό βήμα; Θυμάμαι εδώ χαρακτηριστικά ένα καθηγητή μου στο 1ο έτος στο πανεπιστήμιο που επέμενε ότι οι υπολογιστές πρέπει, συνειδητά, να αποτελέσουν το επόμενο στάδιο της εξέλιξής μας! (καταπληκτικός καθηγητής, αν ήταν έτσι όλες οι διδασκαλίες στο ελληνικό πανεπιστήμιο κανείς δεν θα έφευγε έξω.) Σε αυτό το μέρος της ταινίας ο άνθρωπος θα αναμετρηθεί με το τελειότερο των δημιουργημάτων του, για να μάθουμε ποιος θα γίνει κοινωνός του καινούργιου κόσμου.

Η εξέλιξη είναι γνωστή, αλλά από την τρίτη εμφάνιση του μονολίθου στην αρχή του τελυταίου μέρους (Jupiter and Beyond the Infinite) ως την τέταρτη και τελευταία προς το κλείσιμο της ταινίας ο Κιούμπρικ δραματουργεί σε ύψιστα επίπεδα, έχοντας στα κάδρα του το βάρος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος έχει νικήσει τα δημιουργήματά του, αλλά κατέληξε μόνος και ανυπεράσπιστος μπροστά στην μεγαλύτερη πρόκλησή του. Μέσα στην αναγεννησιακή κάμαρα που του έχουν ετοιμάσει οι άγνωστοι κατασκευαστές των μονολίθων, ο άνθρωπος θα εξεταστεί για χρόνια και θα κριθεί για την μελλοντική του πορεία. Τελικά, ο θάνατος θα μετασχηματίσει την ανθρωπότητα (διότι τα κατάφερε ή διότι το επέλεξαν κάποιοι πάνω από αυτήν είναι απόφαση που πρέπει να λάβει ο θεατής) σε έμβρυο, σε ένα starchild, κάτοικο των άστρων και πολίτη του Σύμπαντος. Η μουσική του Ζαρατούστρα θα ακουστεί για τελευταία φορά και η Οδύσσεια θα μας αφήσει με το συναισθήμα του απόλυτου δέους, την παγωνία της επόμενης μέρας και φυσικά, το βλέμμα ενός μωρού. (Δεν νομίζω να έχει γυριστεί πιο νιτσεϊκή ταινία ποτέ.)

Ο διαστημικός Οδυσσέας του Κιούμπρικ περιπλανιέται στον θαυμαστό κόσμο που τον περιβάλλει, δίνοντας μάχη με τα δημιουργήματά του για να εξασφαλίσει την ίδια την ύπαρξή του. Ως ελεύθερο ον, αντιμετωπίζει τη μοναξιά του με φόβο αλλά και θάρρος, πορευόμενος δίχως θεό στο άγνωστο του Σύμπαντος (αυτό ακριβώς το σημείο ατόφιου νιτσεϊκού στοχασμού ήταν που ενόχλησε τους συντηρητικούς θεατές πίσω στο 1968 -αλλά και σήμερα- που αντελήφθησαν γρήγορα τον κίνδυνο), διεκδικώντας θέση στο Νέο Κόσμο. Ξέρει πως για να τα καταφέρει θα πρέπει να εγκαταλείψει τα σημερινά όρια και σχήματά του, να ξαναγεννηθεί για άλλη μία φορά. Η ανθρωπότητα που οραματίστηκε ο Κιούμπρικ δεν θα διστάξει: θα παραδοθεί στο αύριο αγνή σαν παιδί.

Η 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος δεν είναι ταινία μυστηρίου. Παρουσιάζει έναν φιλοσοφικό στοχασμό και θέτει εμφατικά ένα αγωνιώδες ερώτημα για τη μοίρα του ανθρώπου: What is the next step? Where do we go from here? (το είπα και ελληνιστί!) 41 χρόνια μετά, όχι μόνο κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει, δεν τόλμησε καν να το επαναλάβει.


Χρήσιμες Ιστοσελίδες:

Σημειώσεις:
  1. Υπάρχει βέβαια και η εκδοχή ότι ο Κιούμπρικ που ξέραμε δεν ήταν ο Κιούμπρικ, αλλά ο θεός που πίστεψε πως ήταν ο Κιούμπρικ.
  2. Δες π.χ. τις 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών σύμφωνα με τους κριτικούς του Light & Sound.
  3. Replace each letter with the next letter in the alphabet and it becomes IBM.


Αρχική ανάρτηση και σχόλια στο http://seagazing.blogspot.com/2009/05/gazing-at-movies.html

Σάββατο 23 Μαΐου 2009